Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ: Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ Άρης Βελουχιώτης

ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ

Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ
Άρης Βελουχιώτης

Δεν σ' είδαμε
στις 13 του Οχτώβρη στην Αθήνα
δεν σ' έσφιξαν τα κύματα της λαοθάλασσάς μας.
Όπως σε πρόσταξαν οι φθονεροί
στα διάσελα έμεινες
γεράκι νυχοπόδαρο κρουσταλιασμένο
για ν' αγναντεύεις απ' το Καρπενήσι
τη λευτεριά μας
ντυμένη στα γαλάζια και στα κύκκινα.

Όμως σε ξέραμε:
το άλογό σου ήταν άσπρο
η φέρμελή σου βυσινιά -
βλαχούλα σε νυχτέρι τήνε ξόμπλιασε
με χορταράκια κι ανεμώνες,
τα ξέραμε τα διψασμένα μάτια σου
ξέχειλα λύπη:
στον κόρφο της πατρίδας τάδαμε
να ψαχουλεύουνε για γάλα.
[-63-]


Δεν είδανε τα μάτια μας το μαύρο το σκουφί σου
πάνω απ' το δάσος των χεριών μας
που σε ζητούσαν όρθια και γυμνά
μέσ' στις ηλιόλουστες πλατείες.
Εσύ αμίλητος
νεράκι έπινες αντί κρασί χαράς
τριγυρισμένος απ' τ' αγόρια
που αφίσανε τα σπίτια τους
για ένα κρεβάτι στο χιόνι.

Σκλάβος της λευτεριάς
και μιας σκληρής διαταγής της
απ' ώρα σ' ώρα πρόσμενες
μαντάτο να σου φέρουν οι αετοί
να ροβολήσεις
να σμίξομε όπως ταίριαζε σε ίσιο δρόμο
τη μέρα που δεν κάπνισε το τζάκι μας
τη μέρα που δεν στρώσαμε τραπέζι για να φάμε
κι ήτανε κάθε δρόμος χοροστάσι
κι' αλώνι φεγγαρόπετρο η Αθήνα.

Εμείς πιστοί στο ραντεβού της λευτεριάς
προσμέναμε
αχτένιστος να μπεις από τις βορεινές τις πόρτες
προγονικά λαχούρια είχαμε στρώσει
για να πατήσει τ' άλογο σου
στις χούφτες μας να πιει να ξεδιψάσει.
[-64-]


Εσύ μ' αυτιά στητά και παραπονεμένος
ψάρευες τη βουή μας με την απόχη της παλάμης σου
που έφερνε ο άνεμος στα καραούλια
πίσω απ' τις φτέρες σφούγγιζες τα ματοτσίνορά σου.
Σαν βέργα σπάραξε μια βοσκοπούλα που σε είδε:
Πέτρα στο δαχτυλίδι μου να τόχα, καπετάνιο,
το χιλιάκριβο δάκρυ σου -
κόμπο από μάλαμα
στα σγουρά κλωνιά των μαλλιών μου!

Γλυστρούσε ο ήλιος στο τροχισμένο σου σπαθί
σε πλούμιζε ολόκληρο με πούλιες
μια μέρα πιο ξανθιά κι' από το κριθάρι.

Ξέφρενοι στην Αθήνα εμείς σπάζαμε τα ταμπούρλα
νηστικοί κι από χαρά χορτάτοι
ξεσκούφωτος λαός με μέτωπο καθάριο
ξανακελάδαγαν στα δέντρα τα πουλιά
κωφάλαλοι ζητωκραύγαζαν
χώμα, νερό κι' αέρας το παλάτι μας
Λευτεριά -
μια μέρα ολάκερη μαζί σου!

Δεν άνθισαν λοιπόν τ' αηδημητριάτικα;
δεν έγινε όμορφη η ζωή μας, Καπετάνιο;
[-65-]


Χιονοστιβάδα κύλησε
στην πόρτα που άνοιξε με τόσο κόπο
μαύρη φτερούγα ζύγισε τον ίσκιο της
στην πηγή που καθρέφτισε
πριν από σε
την καταιγίδα.
Δεν πίνει το άτι σου νερό κι' αποτρεβιέται.

Γονατιστοί οι αντάρτες του τονε παρακαλούνε:
- Καπετάνιο, πάμε στα σπίτια μας πια τώρα!
Κάτω μ' ολόγυμνο βυζί χοροπηδά η Πατρίδα
και πλήθη ορκίζονται
στων φυσεκιών μας το λοξό σταυρό.
Μισή χαρά γεύονται οι κοπέλες μας
δίχως εμάς και καρτερούνε
τον ανεμοστρόβιλό μας
την άσφαλτο να φουρτουνιάσει!
Με το λαφάκι μου στην πλάτη
θα μ' αφήκεις, Καπετάνιο, να παρελάσω.
Έτσι θα περιμένει να με ιδεί
Κείνη που αποχαιρέτισα πριν τρία χρόνια.

Μη σεκλετίζεσαι, τι κλαίν τα μοσχαράκια.
Πάρε το μονοπάτι, ροβόλησε προς το λαγγάδι.
Τι σταματάς τηρώντας το βελούχι;
Τόσο λοιπόν τ' αγάπησες το πέτρινο προσκέφαλο
και τ' αστροκέντητο σεντόνι; -
[-66-]


Κι αν είναι, Καπετάνιο, ένα χαρτί
που σε κρατάει μακριά μας
τι περιμένεις να το σχίσεις;
Σπαθί δεν έχεις να το κομματιάσεις
βαθύ φαράγγι να το ρίξεις;
Ποιοι είναι τούτοι οι νιόφερτοι με τις εγγλέζικες στολές
με τα καλοθρεμένα μάγουλα;
Μοσκοβολάν μυρωδικά και μεις δεν έχομε σαπούνι!
Για ποια πατρίδα μας μιλάν οι ηγέτες τους;
Εμείς μια μόνο ξέρομε, μια μόνο αγαπάμε:
εκείνη την αγέλαστη, τη μαυρομαντηλούσα
που δε φορεί μεταξωτά, φτιασίδια και βραχιόλια
μα είναι πουρνάρι, χώμα, πέτρα
και μια φλογέρα από καλάμι...
Τρία χρόνια ολάκερα στα δάση της μας κρύβει
τρία χρόνια μας θρέφει με τη μισή μπουκιά της
(σίκαλη σε πέτρινο χερόμυλο αλεσμένη
ψωμί ψημένο στη θράκα της καρδιάς της).
Μπαλώνει τα σκουτιά μας με λινάρι
τα πλένει σε τετράψηλα ποτάμια
τροχίζει τα σπαθιά μας στη γέρικη παλάμη της
ξυπόλυτη λαφροπατά στης μάνας μας τον ύπνο
να τη μερώσει από το κλάμα
βάβω γλυκεία μας νανουρίζει
με χούφτες ξέχειλες αγάπη
στα ίδια κλέφτικα λημέρια
κι όταν, μετά τη μάχη,
το παραρίξομε στον ύπνο
[-67-]


με το πουκάμισο μας ματωμένο
ποιος έχει ακούσει απ' αυτουνούς
πως μας μοιρολογάει;

Μαχαίρι τροχισμένο στα δόντια
Μαχαίρι τροχισμένο στην καρδιά.
Εσείς πουλιά της κάτω γης μην κελαδάτε τόσο!
Συννέφιασε ο Παρνασσός, οσμίστηκε Δεκέμβρη
αχ κλέφτικο τραγούδι
μέλι στην ανοιχτή πληγή μας
«βαστάξτε να βαστάξομε και τούτο το χειμώνα»
πάλι αμπέχωνο από φύλλα
πάλι τσιγάρα στριμένα σε χοντρό χαρτί
πάλι σκοπιές στα καραούλια.
Ποιος είναι αυτός που σήλωσε τα κάγκελα
για να μη δώκομε τα χέρια;
Ποιος άπλωσε τέτοια μεγάλη λίμνη από παράπονο;
Ποιος χαίρεται την ώρα που στενάζει ο Καπετάνιος;

Τρία χρόνια που σ' αγαπάμε
τρία χρόνια που ορκιζόμαστε στο σκληρό όνομά σου
τρία χρόνια την ελπίδα μας έχει σημαία
τρία χρόνια οι λέξεις σου μας ηλεκτρίζουν.
Και να παραμονεύουν τα λυκόσκυλα του εχτρού
να οσμίζονται μες στη βροχή τα ρούχα μας
και να φερμάρουν την περπατησιά μας
μέσ' στις παράνομες τις νύχτες.
Τώρα οι σκύλοι κρύφτηκαν γιατί φοβούνται
και μεις δεν βρίσκομε κλαρί ν' απλώσουμε
[-68-]


το δακρυσμένο μας μαντήλι.
Και να μη βλέπομε τον τοίχο που χωρίζει
τ' αγκάλιασμά μας, Καπετάνιο,
για να τον ρίξομε μ' ένα τσεκούρι!

Όμως -
πού να βαρέσει η αξίνα μας δίχως πληγή ν' ανοίξει;

Ξύδι μας κάναν τη χαρά μας
χινοπωριάτικη χαρά πώς να βαστάξει;
Καινούργιο αίμα στίψετε, παιδιά μου, στο ποτήρι
και σεις αρρεβωνιαστικές
βάψετε τα φουστάνια μαύρα!
Και τ' ακριβά σας δάκρυα
να μη χαθούνε
περάστε σε μπρισίμι τις χοντρές τους χάντρες
να τα κρεμάσομε για μαρτυρία
στης πατρίδας το πανάρχαιο κόνισμα
βράσετε στάρι αγουρωπό από τώρα
και κλαίοντας δροσίστε το
με της καρδίας σας το σπασμένο ρόδι.

Και σεις αγόρια αχάιδευτα
ασκητές της πατρίδας με τ' άκουρα μαλλιά
κορνιζωμένοι από γενειάδες
που σας θολώνει ακόμα μια φορά
η οργή του δίκιου
και τρίζετε τα δόντια σας από το πείσμα
φωτιά και σίδερο
[-69-]


φωτιά και σίδερο
η πέτρα απ' την πέτρα να χωρίσει!

Όμως -
πού να βαρέσει η αξίνα μας δίχως πληγή ν' ανοίξει
και ποιος τη γη τούτη αγαπά περισσότερο από μας;

...............................................

Και ξέσπασε το σύννεφο που ήρθε από τη δύση:
Νεροποντή από σίδερο κι από γαμψό ατσάλι
σάλαγος, ουρλιαχτά κι αστροπελέκια
ρουκετοβόλα άγριου θυμού
βόμβες από φωτιά και μίσος
γύπες πελώριοι, αιμοβόροι
τιμώρησαν την τσίτσιδη και πεινασμένη Αθήνα
πούχε στραμένα προς εσέ της αγωνίας τα μάτια
ως τη στιγμή που οι γέφυρες
μια και κόπηκαν όλες.

Κι απόμεινες σταυραϊτός
στης Ρούμελης το σταυροδρόμι
αγρίμι πικρής περήφανης γενιάς
όλος παράπονο και πείσμα,
με τ' όνομα σου γραμμένο σε τόσο χιόνι.
Όχι, δεν μας νικήσαν, Καπετάνιο!
Κι αν λείψαμε δεν μας νικήσαν.
Καλάμια ήταν και σπάσανε απ' τον πολύν αγέρα
καλάμια και τα κάνανε ντουφέκια τα παιδάκια
[-70-]


λεβέτι εμάς είν η καρδιά χαλκωματένιο
βράζει ο θυμός της χύνετ' όξω
γύφτου θυμός που ζεματάει σαν λάβα!

Όχι, δεν σε νικήσαν, Καπετάνιο!
Εσύ τ' αγρίμια έχεις συντρόφους
την ερημιά αγαπητικιά
τη φρόνηση όπλο.
Ας σούμεινε ένα βόλι μοναχά
το τελευταίο -
συ το χαϊδεύεις τρυφερά
γιατί το μελετάς για την καρδιά σου.

Σιωπή, παιδιά, βρουχάται ο καπετάνιος:

Αδέρφια
πάρτε το θάνατό μου και πιστέψτε με
τι άλλο περισσότερο να δώσω θα μπορούσα;
Πάρετε αντίλαλοι κατρακυλήστε την κραυγή μου
να δώσω το «παρών» μέσα σε τόση δυστυχία
ένα σταυρό να ζητιανέψω από τα δάση,
τώρα που είμαι έτοιμος να δρασκελίσω
μ' ένα μου πήδημα στην Ιστορία.
Το μαύρο σκούφο μου ζεστό
ο άνεμος ας το κληρονομήσει
τ' άσπρο μαντήλι μου η μάνα μου που με προσμένει
προσέξτε
σε κόμπο τρίδιπλο της έχω κλείσει το φιλί μου...
[-71-]


Σβάρνισες όλα τα βουνίσια χώματα
πικρό βοτάνι ζήταγες να σε παρηγορήσει
τραβούσες για το μνήμα σου αρματωμένος
δίχως υποταγή, δίχως θυμό
και μόνος
παρατημένος από τους συντρόφους
τριγυρισμένος από κεραυνούς
που στα βουνά μονομαχούσαν
σπάζοντας τα σπαθιά τους στις πλαγιές
και βούλιαζαν βαριά τα σύννεφα μέσ' στα φαράγγια
ζητώντας να σε σύρουνε μαζί τους.
Μονάχα ο γέρο Παρνασσός ,
χιόνι καινούργιο παντού σούστρωνε
για να ξαπλώσεις.

Μονάχα ο ουρανός ήταν ψηλότερά σου,
και συ με τ' άστρο σου φαρί κινούσες να τον φτάσεις
μια ώρα αρχύτερα το σύνορο να δρασκελίσεις,
για μας τους ποιητές Βελερεφόντης
μα για το πλήθος βουρκωμένος Ιησούς
στο δείπνο της Μεγάλης Πέμπτης
θεονήστικος
και το ποτήρι σου ξεχειλισμένο από φαρμάκι.
Μα εκεί που πας
ένα ποτάμι είν' από γάλα
μια βρύση μέλι για την πίκρα
παχιά λειβάδια λησμονιάς
στρώματα με υπνοβότανα
και μαξιλάρια πουπουλένια...
[-72-]


Κάτω απ' το λυκοτόμαρο του Καπετάνιου
σφίγγεται ένα παιδάκι να μην κλάψει
ψάξτε μέσα στα μάτια του και θα το βρείτε,
καθώς κυττά τη δράκα που άναψαν
οι τελευταίοι πιστοί του:
Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ...

Θα πάω ν' ανταμώσω τους εχτρούς μας
με το βιβλίο στα χέρια μου που μ' έμαθε
να συλλαβίζω
με τον περήφανο αετό στις κάλτσες μου
και με το κυπαρίσι μου
γεμάτο αγερικές σφυρίχτρες!

Μητέρα ρουμελιώτισα -
να το ποτίζεις ζάχαρη και μόσκο...
Σφούγγισε, σύντροφε, τα δάκρυά σου
τρυπούνε το μανδύα σου σαν βόλια!
Πούναι οι άλλοι;
Σκόρπισαν σαν τα φύλλα απ' το πλατάνι
και τ' άλογό μου καρτερά να το χαϊδέψω.
Εμπρός, λοιπόν, αφού το θέλουν!
τη χλόη θα τους δείξω του στήθους μου
που δεν πατήθηκε από κανένα!

Γιουρούσι από σίδερο, φωτιά κι ατσάλι
ασκέρι οι γιούδες
κοπάδια φονικά ξένα πουλιά
[—73—]


παγάνες για τη ρωμέικη λεβεντιά
παγάνες για την αποκοτιά της
βουή μεγάλη στα πρόθυρα του κάμπου:
Καπετάνιο,
δεν επροσκύνησες και θα τιμωρηθείς.

Το τσοπανόπουλο της Θεσσαλίας τώρα σε γνωρίζει
βουβό κοιτάζει όπου πατάς και δεν πιστεύει
στο κουκουνάρι της καρδιάς του
διπλοσφαλνά το ένδοξο ηλιοβασίλεμά σου
λυπητερό σαν του Χριστού μέσ' στον ελιώνα.
- Έλα στη στρούγκα, καπετάνιο
θα λύσω τα κορδόνια σου που σε πονούνε
προβιές θα στρώσω να πλαγιάσεις μαλακά
έχω να φας ψωμί από σίκαλη
χλωρό τυρί
έλα -
θέλω να μάθει ο κύρης μου στον κάμπο
πως εκουβέντιασα μαζύ σου.

......................................

Τι κουρνιαχτός στα μάτια μας τι χαλασμός στα δέντρα
τον Καπετάνιο πιάσανε μονάχο σε μια ράχη
χίλιοι τον πάνε από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ο καπετάνιος πρόφταξε τους έφυγε απ' τα χέρια
βγάζει μια μπόμπα την πετά χαλιέται μοναχός του
σπάζει η καρδιά του κόκκινο βάφει τον κόσμο γύρα
[-74-]



απ' το κακό τους οι εχτροί του πήραν το κεφάλι
οι φτονεροί το χάλασαν έμοιαζε τ' Άη Γιάννη.
Και κει που το παιδεύανε κι αυτό χαμογελούσε
αετός αντάρτης χύμηξε τότε και τους το πήρε
στα νύχια του το ζύγισε και τούδωκε τ' αψήλου
βουνό βουνό το πάγαινε μην το μολέψει ο κάμπος
ως που πετώντας χάθηκε στις γαλανές κορφάδες.

Δεκέμβρης 1946

[-75-]

Πηγή: Λευτέρης Αποστόλου, «Ο Άρης Βελουχιώτης όπως τον γνώρισα 1923-1944», Σελ.63-75

Μπάμπης Δ. Κλάρας: ΑΔΕΡΦΕ ΜΟΥ (1983)

ΑΔΕΡΦΕ ΜΟΥ

Σ' άφησα αδερφέ μου ανυπεράσπιστον
και σου πετάξανε τη λάσπη
στο πάναγνο το πρόσωπό σου
μικροί, δειλοί και άναντροι
του τάφου σου οι ιερόσυλοι.

Στους σκύλους ρίξαν τη σεπτή σου κάρα
βορά των γερακιών το τίμιο σου κορμί
άταφος κι ανομάτιστος
ο μέγας ονοματισμένος
στου φαραγγιού το βάθος.

Όμως
τι κι αν δεν έχεις τάφο, αδερφέ μου.
Όπου γη και τάφος
για τους αντρειωμένους.
Όπου γη και βάθρο της ζωής
της ψυχής πλαστουργέ.

Τι κι αν πετούν τη λάσπη;
Λεκιάζουν ποτέ οι ψυχές;


Μπάμπης Δ. Κλάρας (1983)

Πηγή: Λευτέρης Αποστόλου, «Ο Άρης Βελουχιώτης όπως τον γνώρισα 1923-1944», Σελ.77

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

Αυτούς τους έχω βαρεθεί / σιχαθεί


George Grosz: «Στυλοβάτες της κοινωνίας», 1926George Grosz: «Στυλοβάτες της κοινωνίας» /(The Pillars of Society), 1926.


Αυτούς τους έχω βαρεθεί

Στίχοι: Wolf Biermann μετάφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ
Μουσική: Μικρούτσικος Θάνος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη

Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ' τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ' αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.

Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω σιχαθεί.

Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους γερμανούς τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.

Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.

Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ' όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα 'χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.