Φώτης Αγγουλές, Χιονάνθρωποι
Προσπαθήστε συνάνθρωποι,
να τους καταλάβετε
τους χιονάνθρωπους.
Μας μισούνε γιατί,
ξέρουνε πως σαν έβγει ο ήλιος,
ό,τι είναι φτιαγμένο από χιόνι,
θα λιώσει.
Φώτης Αγγουλές, Κι ύστερα οι λαοί αποκτήσανε Στάλινγκραντ!
Πριν απ’ τη δόξα ήρθεν ο ήλιος στις στέπες
και λιώσαν τα χιόνια και ζεσταθήκαν οι καρδιές των ανθρώπων.
Υστερα
πήρε ο χάρος τον Τσάρο.
Κι ύστερα οι λαοί αποκτήσανε Στάλινγκραντ!
Φώτης Αγγουλές, Ναγκασάκι
Ε, Τσάρλυ, τραβήξου από τον ήλιο.
Σήμερα, έπεσε η Ατομική…
Σήμερα, στα λιμάνια,
οι σωματέμποροι και οι πορτοφολάδες
μπορούν να περηφανεύονται
που δεν έγιναν Εφευρέτες…
Σήμερα
θα μπορούσε να λέει στην προσευχή της,
μια πόρνη:
Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ,
που δε γέννησα….
Από τη συλλογή Φουτσιγιάμα, 1962. Μελοποιημένο απο τους Ωχρά Σπειροχαίτη.
Φώτης Αγγουλές, Σταυροί
Τόσοι σταυροί που στήθηκαν
τόσοι σταυροί που θα στηθούνε,
εμάς μονάχα με σταυρούς
μπορούν να μας μετρούνε.
Σταυροί, παντού σταυροί.
Είμαστε "οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι".
Δεν κλαίμε, ούτε γελούμε.
Τα σπίτια μας καπνίζουνε
πεινούνε τα παιδιά μας, δεν λυγούμε
ήρθαμε να χαράξομε του πόνου μας τα σύνορα
και στήνουμε σημάδια και περνούμε.
Σταυροί, παντού σταυροί.
Φώτης Αγγουλές, Στην ιστορία
Έλληνες ήρθαν πάλι…
Η θάλασσα τούς ξέβρασε στις ανατολικές αχτές,
προχτές.
Βγήκαν πνιγμένοι στη στεριά και παραμορφωμένοι,
πρησμένοι σαν τουμπιά και μελανοί,
μα όσο κι αν τo ’κρυψε η νυχτιά το δράμα τους να μη φανεί,
το νόημα βγαίνει.
Τον ξέρομε τον ένοχο, είναι γνωστή η αιτία…
Στα φαγωμένα μάτια τους κοίταξε μέσα και θα δεις
μια χαλασμένη πολιτεία.
Μα μην τους θάψετε, γιατί, θα χάσει σχήμα η Φρίκη.
Κι όταν γραφτεί η ευγενικιά φασιστικιά ιστορία,
έτσι, πρησμένους, βάλτε τους κι αυτούς σε μια προθήκη.
Φώτης Αγγουλές, Το χωριό του
Δεν μπορώ να σας παραδώσω 30 ομήρους.
Έτσι είπεν ο Δήμαρχος κι εκτελέστηκε.
Αν περάσετε το λοιπόν
από το Χωριό του Δημάρχου,
-για το Ορατούρ-Συρ-Γκλάν σας μιλώ-
θα βρείτε την Μαργκερίτ Ρουφφάνς,
τη μόνη που γλύτωσε
απ’ τους 600 συγχωριανούς της,
και τον μαθητή,
τον Ροζέ Γκοντφρέν,
που ακόμα θυμάται
τους 191
αποτεφρωμένους συμμαθητές του.
Από αυτούς να ζητήσετε
να σας βοηθήσουνε
για να ξανακάμετε πόλεμο.
Φώτης Αγγουλές, Καίγονται
Αυτούς εγώ που τραγουδώ, δεν έχουνε φτερά.
Δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ’ αστέρια,
έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια,
κι είναι δεμένοι με τη γη.
Απ’ της αυγής το χάραγμα, ως του βραδιού τα θάμπη,
μοχθούν για δυο πικρές ελιές, και μια μπουκιά ψωμί,
ιδρώνουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθοβολούνε οι κάμποι,
καίγονται κι απ’ τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.
Φώτης Αγγουλές, Ώρα καλή
Ώρα καλή συνταξιδιώτες ώρα σας καλή
που φεύγετε απ’ την άβυσσο και για τον ήλιο πάτε.
Βάλτε ρυθμό στο βήμα σας και στο τραγούδι σας θυμό
ξυπόλητοι περάσαμε της δυστυχίας τον ποταμό
κι ήταν το ρέμα δυνατό και θυμωμένη η λάμια
κι είχε ριγμένα στο βυθό κοπανισμένα τζάμια.
Την αλυσίδα μου κρατώ μη σέρνεται και κροταλεί
ν’ ακούσω το τραγούδι σας καθώς περνάτε.
Την αλυσίδα μου κρατώ μη σέρνεται και κροταλεί
απόψε που σταυρώνεται σαν τον Χριστό η Ελλάδα
Προσπαθήστε συνάνθρωποι,
να τους καταλάβετε
τους χιονάνθρωπους.
Μας μισούνε γιατί,
ξέρουνε πως σαν έβγει ο ήλιος,
ό,τι είναι φτιαγμένο από χιόνι,
θα λιώσει.
Φώτης Αγγουλές, Κι ύστερα οι λαοί αποκτήσανε Στάλινγκραντ!
Πριν απ’ τη δόξα ήρθεν ο ήλιος στις στέπες
και λιώσαν τα χιόνια και ζεσταθήκαν οι καρδιές των ανθρώπων.
Υστερα
πήρε ο χάρος τον Τσάρο.
Κι ύστερα οι λαοί αποκτήσανε Στάλινγκραντ!
Φώτης Αγγουλές, Ναγκασάκι
Ε, Τσάρλυ, τραβήξου από τον ήλιο.
Σήμερα, έπεσε η Ατομική…
Σήμερα, στα λιμάνια,
οι σωματέμποροι και οι πορτοφολάδες
μπορούν να περηφανεύονται
που δεν έγιναν Εφευρέτες…
Σήμερα
θα μπορούσε να λέει στην προσευχή της,
μια πόρνη:
Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ,
που δε γέννησα….
Από τη συλλογή Φουτσιγιάμα, 1962. Μελοποιημένο απο τους Ωχρά Σπειροχαίτη.
Φώτης Αγγουλές, Σταυροί
Τόσοι σταυροί που στήθηκαν
τόσοι σταυροί που θα στηθούνε,
εμάς μονάχα με σταυρούς
μπορούν να μας μετρούνε.
Σταυροί, παντού σταυροί.
Είμαστε "οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι".
Δεν κλαίμε, ούτε γελούμε.
Τα σπίτια μας καπνίζουνε
πεινούνε τα παιδιά μας, δεν λυγούμε
ήρθαμε να χαράξομε του πόνου μας τα σύνορα
και στήνουμε σημάδια και περνούμε.
Σταυροί, παντού σταυροί.
Φώτης Αγγουλές, Στην ιστορία
Έλληνες ήρθαν πάλι…
Η θάλασσα τούς ξέβρασε στις ανατολικές αχτές,
προχτές.
Βγήκαν πνιγμένοι στη στεριά και παραμορφωμένοι,
πρησμένοι σαν τουμπιά και μελανοί,
μα όσο κι αν τo ’κρυψε η νυχτιά το δράμα τους να μη φανεί,
το νόημα βγαίνει.
Τον ξέρομε τον ένοχο, είναι γνωστή η αιτία…
Στα φαγωμένα μάτια τους κοίταξε μέσα και θα δεις
μια χαλασμένη πολιτεία.
Μα μην τους θάψετε, γιατί, θα χάσει σχήμα η Φρίκη.
Κι όταν γραφτεί η ευγενικιά φασιστικιά ιστορία,
έτσι, πρησμένους, βάλτε τους κι αυτούς σε μια προθήκη.
Φώτης Αγγουλές, Το χωριό του
Δεν μπορώ να σας παραδώσω 30 ομήρους.
Έτσι είπεν ο Δήμαρχος κι εκτελέστηκε.
Αν περάσετε το λοιπόν
από το Χωριό του Δημάρχου,
-για το Ορατούρ-Συρ-Γκλάν σας μιλώ-
θα βρείτε την Μαργκερίτ Ρουφφάνς,
τη μόνη που γλύτωσε
απ’ τους 600 συγχωριανούς της,
και τον μαθητή,
τον Ροζέ Γκοντφρέν,
που ακόμα θυμάται
τους 191
αποτεφρωμένους συμμαθητές του.
Από αυτούς να ζητήσετε
να σας βοηθήσουνε
για να ξανακάμετε πόλεμο.
Φώτης Αγγουλές, Καίγονται
Αυτούς εγώ που τραγουδώ, δεν έχουνε φτερά.
Δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ’ αστέρια,
έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια,
κι είναι δεμένοι με τη γη.
Απ’ της αυγής το χάραγμα, ως του βραδιού τα θάμπη,
μοχθούν για δυο πικρές ελιές, και μια μπουκιά ψωμί,
ιδρώνουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθοβολούνε οι κάμποι,
καίγονται κι απ’ τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.
Φώτης Αγγουλές, Ώρα καλή
Ώρα καλή συνταξιδιώτες ώρα σας καλή
που φεύγετε απ’ την άβυσσο και για τον ήλιο πάτε.
Βάλτε ρυθμό στο βήμα σας και στο τραγούδι σας θυμό
ξυπόλητοι περάσαμε της δυστυχίας τον ποταμό
κι ήταν το ρέμα δυνατό και θυμωμένη η λάμια
κι είχε ριγμένα στο βυθό κοπανισμένα τζάμια.
Την αλυσίδα μου κρατώ μη σέρνεται και κροταλεί
ν’ ακούσω το τραγούδι σας καθώς περνάτε.
Την αλυσίδα μου κρατώ μη σέρνεται και κροταλεί
απόψε που σταυρώνεται σαν τον Χριστό η Ελλάδα